- Κόδρου
- Κόδροςold-fashioned personsmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀρκαίστερος Κόδρου. — ἀρκαίστερος Κόδρου. См. Во время оно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ανδροκλείδες — Όνομα δύο αρχαίων ελληνικών οικογενειών. 1. Οικογένεια με σημαντική δύναμη στην αρχαία Μεσσηνία. Τάχθηκε με το μέρος των Σπαρτιατών στον Α’ Μεσσηνιακό πόλεμο. Πιστεύεταιότι ήταν απόγονοι των πρώτων Δωριέων που εγκαταστάθηκαν στη Μεσσηνία και για… … Dictionary of Greek
Μυούς — Πόλη της Ιωνίας. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ιδρυτής της ήταν ο Κυαρίδης, γιος του Κόδρου, ενώ σύμφωνα με τον Στράβωνα, ήταν ο Κοδρήλος, νόθος γιος του Κόδρου. Στον Πελοποννησιακό πόλεμο, η Μ. πήρε το μέρος των Αθηναίων. Η πόλη αυτή ταυτίζεται… … Dictionary of Greek
во время оно — когда то (давно) Ср. Когда царь горох с грибами воевал. При царе горохе и царице морковке. Ср. Сделав несколько несвоевременный скачок вперед, я снова возвращаюсь во время оно к событию тихого вдовьего житья княгини. Лесков. Захудалый род. 1, 16 … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Во время оно — Во время оно. Когда то (давно). Ср. Когда царь горохъ съ грибами воевалъ. При царѣ горохѣ и царицѣ морковкѣ. Ср. Сдѣлавъ нѣсколько несвоевременный скачекъ впередъ, я снова возвращаюсь «во время оно» къ событію тихаго вдовьяго житья княгини.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Афины — У этого термина существуют и другие значения, см. Афины (значения). Город Афины Αθήνα … Википедия
-ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… … Dictionary of Greek
Κάειρα — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη κεραμέα που συνδέεται με την ίδρυση της Μιλήτου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Νηλεύς, γιος του Κόδρου, είχε πάρει χρησμό να ιδρύσει πόλη εκεί όπου μια κοπέλα θα του έδινε χώμα βρεγμένο με νερό. Όταν έφτασε λοιπόν σε… … Dictionary of Greek
Νηλείον — Νηλεῑον και Νελεῑον, τὸ (Α) [Νηλεύς] ο ναός τού γιου τού Κόδρου Νηλέως, κατά την παράδοση ιδρυτή τής Μιλήτου … Dictionary of Greek
Ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek